ΑΟΡΑΤΗ ΖΕΣΤΑΣΙΑ


Κρύο. Αυτή η λέξη φωλιάζει στις καρδιές όλων. Όσο ο σκληρός ήλιος βρίσκεται στο στερέωμα πάνω από τις στέγες των χαμόσπιτων, η αποπνικτική ατμόσφαιρα της μεγαλούπολης σε υπνωτίζει. Όταν, όμως, η Σελήνη παίρνει τη θέση που της αρμόζει, το ειρωνικό χαμόγελό της προκαλεί ένα ρίγος, που κάποιοι το ονομάζουν παγωνιά.
Σε μία ξεχασμένη συνοικία μιας αποξενωμένης πόλης, αρκετή ώρα αφότου χάθηκε το φως, κάνουν την εμφάνισή τους οι μελανιασμένοι, από το κρύο, κάτοικοι. Άτομα κάθε ηλικίας, με κατεβασμένα κεφάλια προχωρούν αργά, σχεδόν τελετουργικά, προς μια πλατειούλα με ένα βαρέλι τεραστίων διαστάσεων στο κέντρο της. «Η μεγάλη σόμπα», λένε χαριτολογώντας τα παιδιά. Όχι ότι έχουν δει ποτέ σόμπα. Ξέρουν, όμως, ότι αυτή η λέξη είχε την ικανότητα να ζεστάνει τους μεγάλους, πολλά χρόνια πριν. Ακόμα περισσότερα σκυθρωπά πλάσματα ξεπροβάλουν από τα χαμόσπιτά τους περιμένοντας, όπως κάθε βράδυ να ζεσταθούν έστω και λίγο από τις φλόγες που πρόκειται να ξεπροβάλουν από το βαρέλι. Μεγαλόσωμοι άντρες με κάθε λογής καύσιμες ύλες, προσπαθούν να γεμίσουν τον πάτο της σόμπας. ‘Δύσκολα θα ανάψει’,ακούγονται πολλοί να παρατηρούν απαισιόδοξα. Κανένας δε γνωρίζει τον διπλανό του. Οι οικογένειας μαζεύονται σε ομάδες των τριών, ή τεσσάρων και κοιτούν επίμονα ο ένας τον άλλο.
Το βαρέλι γέμισε. Ήρθε η ώρα για τη φωτιά. Τα μάτια των παιδιών ανοίγουν διάπλατα. Δύο πέτρες χτυπούν η μία την άλλη, και σπίθες πετάγονται παντού. Δυστυχώς, όμως, ακόμα και τα λίγα χαρτονάκια που ανάβουν σποραδικά, μετά από λίγο μένουν κατάμαυρα στον πάτο. Όλοι απογοητεύονται. «Άλλη μια νύχτα θα ξεπαγιάσουμε». Και καθώς αρχίζει μία διστακτική αποχώριση από την πλατεία, ένας ήχος σκίζει τη σιωπή της νύχτας. Ένα τζάμι σπάει. Ένα λεπτό αργότερα, ένας ψηλός και δυνατός άνδρας πλησιάζει τρέχοντας. Φοράει ένα πουκάμισο σκισμένο και με τα μισά του κουμπιά να λείπουν, καθώς και ένα παντελόνι τζην, που το μήκος του κάνει εμφανές το γεγονός ότι δεν του ανήκει. Όλοι, όμως, κοιτάζουν αυτό που κρατά στα χέρια του. Προτού συνηδειτοποιήσουν τι είναι, αυτός φωνάζει βροντερά: «Βιβλία! Βρήκα βιβλία σας λέω. Θα ζεσταθούμε όλοι μας απόψε!». Και τότε, μικροί και μεγάλοι σα δαιμονισμένοι ακολουθούν τρέχοντας τον άντρα. Μερικά λεπτά αργότερα, ο πάτος της μεγάλης σόμπας είναι γεμάτος από σκισμένες σελίδες και εξώφυλλα βιβλίων κάθε είδους. Το βιβλιοπωλείο που κάποτε στόλιζε τη γειτονιά δεν υπάρχει πια.
Μια γυναίκα προχωρημένης ηλικίας (σίγουρα πάνω από σαράντα) ουρλιάζει: «Όχι! Σας παρακαλώ. Όχι τα βιβλία. Μην καίτε τα βιβλία. Παρακαλώ...». Κανείς δεν της δίνει σημασία. Σιγά-σιγά καταλαβαίνει πως η προσπάθειά της είναι μάταια και αποτραβιέται σε μία γωνία, με τα δάκρυα να κατακλύζουν το πρόσωπό της. Ο άντρας με το σκισμένο πουκάμισο δέχεται συγχαρητήρια, καθώς οι φλόγες φουντώνουν.
Κάτι, όμως συνέβη εκείνη τη στιγμή. Όσοι ένιωθαν τη θερμότητα, φερόντουσαν διαφορετικά από το συνηθισμένο. Τα ήσυχα και υπάκουα παιδιά αγρίεψαν, και άρχισαν να γρονθοκοπούνται μεταξύ τους. Οι γυναίκες, άρχισαν να μιλούν με λέξεις άλλες από αυτές που ήθελαν να πουν, με αποτέλεσμα να παρεξηγιούνται. Οι άντρες έβριζαν χωρίς λόγο ο ένας τον άλλο, λες και οι λέξεις που καίγονταν έπαιρναν την εκδίκησή τους. Μόνο η γυναίκα που φώναζε υπέρ των βιβλίων είχε ορθάνοιχτα μάτια και κοίταζε τη φωτιά σαν υπνωτισμένη. Πίσω από την πλατεία έστεγε αγέρωχα ένα ξεχασμένο σύμβολο: δύο κάθετες γραμμές που κόβουν η μία την άλλη, στην κορυφή ενός μεγάλου κουδουνιού. Αυτό σκεφτόταν τα παιδιά κάθε φορά που περνούσαν από μπροστά. Τι να ήταν άραγε; Ποιος νοιάζεται;
Εκείνη τη στιγμή, έγινε κάτι αναπάντεχο. Η γυναίκα άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά αντί να βγει φωνή, από μέσα της βγήκε ένα κλάμα, κλάμα νεογέννητου μωρού. Και σαν τη μηχανή που ταξίδευε στο χρόνο, έτσι το μεγάλο κουδούνι στο μισοδιαλυμένο κτήριο, άρχισε να κουνιέται. Ο εκκωφαντικός θόρυβος έκανε τους πάντες να σωπάσουν. Η γυναίκα έφτασε περπατώντας στη μεγάλη σόμπα. Όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Η φωτιά είχε σβήσει, αλλά κανείς δεν κρύωνε. Ένα παιδί έτρεξε και αγκάλιασε τη γυναίκα. Στα χέρια του έσφιγγε ένα βαρύ βιβλίο, που κατάφερε να ξεφύγει από την πυρά. Η γυναίκα το άνοιξε.
Ξεκίνησε να διαβάζει τις πρώτες λέξεις. Ένα άσπρο πέπλο άρχισε να κατευθύνεται από τον ουρανό προς τη γη. Κανείς δε νοιάστηκε. Αν και δεν είχαν ξαναδεί ποτέ χιόνι, τα λόγια της γυναίκας τους είχαν απορροφήσει. Άλλοι χαμογελούσαν, άλλοι κοιτούσαν με συνεχές ενδιαφέρον. Μόνο ο άντρας με το σκισμένο πουκάμισο, που πριν από λίγο επιδίωκε να ξανανάψει τη φωτιά, κατευθυνόταν μακριά από την πλατεία. Αργά, βαριά βήματα τον οδηγούσαν μακριά. Ένας άγνωστος, που δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Η πορεία του ηττημένου.
Η καλοσυνάτη γυναίκα με το βιβλίο, συνέχισε την ανάγνωση με την σταθερή της φωνή. Μετά από πολλή ώρα, η φωνή της έσβησε. Τότε, όλοι μαζί οι άνθρωποι που ήταν μαζεμένοι άρχισαν να τραγουδούν έναν σιγανό σκοπό. Στη γωνία της πλατείας, δύο παιδάκια έκαναν πως διάβαζαν ένα βιβλιαράκι. Στο εξώφυλλό του έγραφε με μεγάλα γράμματα «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ». Παντού υπήρχαν αριθμοί σβησμένοι, εκτός από το τελευταίο φύλλο. Πάνω πάνω έγραφε «ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ». Ο πρώτος αριθμός χωρίς Χ πάνω του ήταν ο 24.
Καλά σας Χριστούγεννα.


by Σιγραφέας